- χρονογράφος
- ο, ΝΜΑσυγγραφέας χρονικών, χρονικογράφοςνεοελλ.1. (στη δημοσιογρ.) συγγραφέας χρονογραφημάτων2. τεχνολ. α) συσκευή, κατά κανόνα μορφής ωρολογιού, η οποία, πέρα από την ένδειξη τής ώρας, έχει και καταμετρητή χρονικών διαστημάτωνβ) αυτογραφική συσκευή χρησιμοποιούμενη στην αστρονομία και στη βιομηχανία ή σε άλλες εφαρμογές για την καταγραφή τής ακριβούς χρονικής στιγμής συντελέσεως ενός φαινομένου ή μιας διεργασίας, μέσω ηλεκτρικού σήματος3. φρ. «βαλλιστικός χρονογράφος»στρ. παλαιά συσκευή μετρήσεως τής αρχικής ταχύτητας ενός βλήματοςνεοελλ.-μσν.(βυζ. φιλολ.) ο συγγραφέας χρονογραφιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -γράφος*].
Dictionary of Greek. 2013.