χρονογράφος

χρονογράφος
ο, ΝΜΑ
συγγραφέας χρονικών, χρονικογράφος
νεοελλ.
1. (στη δημοσιογρ.) συγγραφέας χρονογραφημάτων
2. τεχνολ. α) συσκευή, κατά κανόνα μορφής ωρολογιού, η οποία, πέρα από την ένδειξη τής ώρας, έχει και καταμετρητή χρονικών διαστημάτων
β) αυτογραφική συσκευή χρησιμοποιούμενη στην αστρονομία και στη βιομηχανία ή σε άλλες εφαρμογές για την καταγραφή τής ακριβούς χρονικής στιγμής συντελέσεως ενός φαινομένου ή μιας διεργασίας, μέσω ηλεκτρικού σήματος
3. φρ. «βαλλιστικός χρονογράφος»
στρ. παλαιά συσκευή μετρήσεως τής αρχικής ταχύτητας ενός βλήματος
νεοελλ.-μσν.
(βυζ. φιλολ.) ο συγγραφέας χρονογραφιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρονογράφος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονογράφος — ο 1. αυτός που γράφει χρονικά. 2. αυτός που γράφει χρονογραφήματα στις εφημερίδες. 3. στην αστρονομία, όργανο μέτρησης του χρόνου κατά τις αστρονομικές παρατηρήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρονογράφοις — χρονόγραφος chronicler masc dat pl χρονογράφος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονογράφον — χρονογράφος masc/fem acc sg χρονογράφος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονογράφου — χρονόγραφος chronicler masc gen sg χρονογράφος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονογράφους — χρονόγραφος chronicler masc acc pl χρονογράφος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονογράφων — χρονόγραφος chronicler masc gen pl χρονογράφος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονογράφῳ — χρονόγραφος chronicler masc dat sg χρονογράφος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονογράφοι — χρονογράφος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονογραφώ — χρονογραφῶ, έω, ΝΜ [χρονογράφος] είμαι χρονογράφος νεοελλ. 1. (στη δημοσιογρ.) συντάσσω χρονογραφήματα 2. μετρώ με χρονογράφο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”